-
1 σφηκώδης
σφηκ-ώδης, ες, καὶ ἰσχνοί; στίχος σφηκώδης, ein wespenförmiger Vers, dem in der Mitte eine Zeit fehlt -
2 σφηκωδης
2похожий на осу Arph.σ. στίχος стих. — осоподобный стих, т.е. в середине которого не хватает одной моры
-
3 σφηκώδης
σφηκ-ώδης, ες,II στίχος ς. a wasp-like verse, with a time wanting in the middle, Sch.Heph.p.168 W., Sch.Od.10.60; soσφηκῶδές τε καὶ σφηκοειδές Eust.641.31
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφηκώδης
-
4 σφηκ-ώδης
σφηκ-ώδης, ες, zsgz. statt σφηκοειδής; Ar. Plut. 561, καὶ ἰσχνοί; στίχος σφηκώδης, ein wespenförmiger Vers, dem in der Mitte eine Zeit fehlt, s. Buttm. Schol. Od. 10, 60.
См. также в других словарях:
σφηκώδης — ῶδες, ΜΑ [σφήξ, ηκός] 1. αυτός που μοιάζει με σφήκα 2. αυτός που έχει συμπιεσμένη μέση όπως η σφήκα 3. φρ. «στίχος σφηκώδης» (μετρ.) στίχος ελλιπής ως προς τον χρόνο στο μέσον («ἑτέρου δὲ [τῶν παθῶν] κατ ἔνδειαν ἤτοι ἔλλειψιν, ὁ σφηκῶδές τε καὶ… … Dictionary of Greek